- αυλωτός
- η , όν трубчатый;
αυλωτός ατμολέβης — трубчатый котёл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυλωτός ατμολέβης — трубчатый котёл
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αὐλωτός — furnished with pipes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλωτός — (Α αὐλωτός, ή, όν) [αυλός] αυτός που έχει κατασκευαστεί σε σχήμα αυλού ή έχει εξαρτήματα σε σχήμα αυλού … Dictionary of Greek
αυλωτός — ή, ό σωληνωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλωτόν — αὐλωτός furnished with pipes masc acc sg αὐλωτός furnished with pipes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλωτοῖσιν — αὐλωτός furnished with pipes masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλωτοί — αὐλωτός furnished with pipes masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλωτούς — αὐλωτός furnished with pipes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
υδραυλωτός — ή, ό, Ν φρ. «υδραυλωτός λέβητας» τεχνολ. λέβητας με αυλούς στον οποίο θερμά αέρια κυκλοφορούν και περιβάλλουν τους αυλούς μέσα στους οποίους ρέει το προς θέρμανση νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αυλωτός (< αυλός)] … Dictionary of Greek